Αργά, σιγά, σιγά, ένας βραδύπους σύρθηκε στο κλαδί ενός δέντρου.
Αργά, σιγά, σιγά, ο βραδύπους έφαγε ένα φύλλο.
Αργά, σιγά, σιγά, αποκοιμήθηκε.
Αργά, σιγά, σιγά, ο βραδύπους ξύπνησε.
Όλη τη μέρα, ο βραδύπους κρεμόταν ανάποδα στο δέντρο.
Όλη τη νύχτα, ο βραδύπους κρεμόταν ανάποδα στο δέντρο.
Ακόμα κι όταν έβρεχε, ο βραδύπους κρεμόταν ανάποδα στο δέντρο.
Γιατί πάντα να βιαζόμαστε; Γρήγορα. Γρήγορα. Γρήγορα. Τρέχουμε απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Παίζουμε παιχνίδια στο κομπιούτερ και μετά –φρσστ!– πατάμε το κουμπί για να δούμε τηλεόραση. Και τρώμε κάτι στα αρπαχτά. Όλοι μας λένε να βιαστούμε!
Κάνε γρήγορα! Ο καιρός περνά! Πάτα γκάζι! Και μένει ελάχιστος χρόνος για να δούμε τους φίλους μας, να χαρούμε το ηλιοβασίλεμα, να κοιτάξουμε έναν ουρανό γεμάτο αστέρια. Κι όμως, κάτι –έστω και λίγο– θα μπορούσαμε να μάθουμε από τον καλοκάγαθο βραδύποδα που σέρνεται σιγά, σιγά κι αργά πάνω σ’ ένα κλαδί, τρώει λίγο, κοιμάται πολύ και ζει μια ήρεμη ζωή.